πραίληκτος

πραίληκτος
ή πραιλῆκτος, ό, Α
επίλεκτος («δεκαδάρχῃ κάστρων Διονυσιάδος εἴλης πέμπτης πραιλήκτων», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praelectus, μτχ. παθ. αορ. τού praelego «διαλέγω, εκλέγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”